- στερεοσκοπικός
- [сгэрэоскопикос]εκ. стереоскопический,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
στερεοσκοπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη στερεοσκοπία («στερεοσκοπική εικόνα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεοσκοπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Σπαθάρη] … Dictionary of Greek